- βρισάρματος
- βρισάρματος, -ον (Α)εκείνος που πιέζει με το βάρος του το άρμα, σπουδαίος αρματοδρόμος.[ΕΤΥΜΟΛ. < (θ.) βρισ- (αόρ. έβρισα) τού ρ. βρίθω* + άρμα (-ατος)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
βρισάρματος — βρῑσάρματος , βρισάρματος chariot pressing masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άρμα — Αρχαία πόλη της Ταναγραίας στη Βοιωτία. Πήρε το όνομά της από το άρμα του Αμφιάραου που, σύμφωνα με τοπική παράδοση, εξαφανίστηκε στη θέση αυτή κατά τη φυγή των Αργείων από τις Θήβες. Την πόλη αυτή μνημονεύει και ο Όμηρος. * * * (I) ἄρμα, η (Α)… … Dictionary of Greek
βρισαρμάτοις — βρῑσαρμάτοις , βρισάρματος chariot pressing masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βρισάρματε — βρῑσάρματε , βρισάρματος chariot pressing masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)